- σαφήνιση
- [-ις (-εως)] η , σαφήνισμός ο выяснение; уточнение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαφήνιση — η, Ν [σαφηνίζω] αποσαφήνιση, διευκρίνηση … Dictionary of Greek
σαφήνιση — η διευκρίνιση, ξεκαθάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαφηνίσῃ — σαφηνίζω make clear aor subj mid 2nd sg σαφηνίζω make clear aor subj act 3rd sg σαφηνίζω make clear fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)